Venus...

Venus...
...among the stars

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2007

Αστέρια


Έχεις χάσει ελάχιστη απ'την παλιά σου λάμψη
παρόλο που πολύ,πάρα πολύ έχεις κλάψει
αστέρι ήσουν κάποτε ξανά αστέρι θα γίνεις
σαν την στερνή σου πνοή στην γη πάνω θ'αφήνεις

Αστέρια ήμασταν κάποτε άστρα θα ξαναγενούμε
ίσως και πριν το τέλος στο φως πάλι θα βγούμε
μόνοι δεν θα'μαστε θα δεις,τ'άλλα άστρα περιμένουν
τους παλιούς τους φίλους να δουν μακάρια προσμένουν

Κι αν πριν το τέλος λάμψουμε πολύ μαζί σαν άστρα
τις μαύρες τρύπες θα φωτίσουμε κι όλα θα είναι άσπρα...

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2007

Σαν αγριοκέρασο


Σαν αγριοκέρασο η γεύση σου
στα χείλη μου που λειώνει
καυτό είναι το χνώτο σου
με καίει με τελειώνει

Βερύκοκο το δέρμα σου
και πιο απαλό ακόμη
λαχταράω το χνούδι του
με πάθος και με ρώμη

Τα μεταξένια σου μαλλιά
πιασμένα κοτσιδάκια
μου'χουνε πάρει την λαλιά
σου σκάω δυο φιλάκια!

Στα μάτια σου τα σμαραγδιά
μέσα τους ναυαγίζω
στα πράσινά τους τα νερά
το σώμα μου βυθίζω..

(σε όλες τις φέρουσες κοτσιδάκια)

Η Κουκλίτσα


Αργά χθες το βραδάκι
με φίλους πολλούς κάθισα
να πιούμε καφεδάκι
μα με μία τζούρα μέθυσα
από ένα διπλανό μωράκι!

Αχ τι κουκλίτσα ήταν αυτή
πραγματικά δεν άντεξα
της έκλεισα το μάτι!
μου χαμογέλασε γλυκά
μα μου γύρισε το μαγουλάκι

Άραγε ειν' ντροπαλό νινί
ή νάζια απλά μου κάνει;
της ψιθύρισα στο αυτί
πως μ'εχει ξετρελλάνει!

Γελάει το ατιμούληκο
κ'προς το μέρος μου σκύβει
κάτι θέλει να μου δώσει
μα απ'τους άλλους το κρύβει

Ένα χαρτάκι τόσο δα
μου δίνει μες το χέρι
το κινητό της έχω πια
και την ελένε Μαίρη!!

(στην Μαιρούλα)

Φλογισμένα Όνειρα


Υπερηχητικές οι σκέψεις
φλογισμένα τα όνειρα
πως να γράψω με λέξεις
τα λόγια μ'είναι εμπόδια

Μες το μυαλό μου ουρλιάζουν!
να τα σηγήσω δεν μπορώ
ποτέ δεν ησυχάζουν
την γαλήνη μου να βρω

Ακόμη και στον ύπνο μου
τα νοιώθω να με καίνε
πιότερο κι απ'τον ξύπνιο μου
οι αισθήσεις μου όλες κλαίνε

Τα μάτια μου πολύ πονούν
την φλόγα ν'αντικρύζουν
τα λογικά μου με γελούν
την σάρκα μου όλη σκίζουν

(στον πρότερο Νίκο)

Πρωινά Ροδοπέταλα

Τα ροζ σου βλέφαρα κοιτώ
καθώς κοιμάσαι σαν μωρό
με ροδοπέταλα μοιάζουν
στα χείλη σου ταιριάζουν

Άραγε τι να ονειρεύεσαι
τι αρώματα να γεύεσαι
τα μάτια σου παίζουν ζωηρά
φωτοβολάς τόσο ζωντανά!

Σε αφήνω για να κοιμηθείς
το υπόλοιπο όνειρο να δεις
δεν σε ξυπνώ μα ας σηκωθώ
να μας φτιάξω ένα πρωινό..

ΤΡΟΜΟΣ ΠΑΓΕΡΟΣ

Κάποιες νύχτες χάνομαι
πολύ κρυώνω και τρομάζω
μόνος πολύ αισθάνομαι
με όσους κι αν αράζω

Σαν με πιάνει το σύγκρυο
τίποτα πια δεν με ζεσταίνει
λες και δεν υπάρχει αύριο
κι ο ήλιος δεν ξανανεβαίνει

Παγώνω τρέμω ολόκληρος
σαν μουρμούρα που ξεψυχάει
νοιώθω σαν ένας απόκληρος
που έρχεται ο χάρος να τον πάρει

Γύρω μου όλα σκοτεινά
μαυράραχνα,κατράμι
οσάν το φως να προσπερνά
ξανά να μην με ράνει

Υπομονή,το μαρτύριο θα λήξει
σύντομα θα'ρθει το πρωί
το φως τη νύχτα θα συντρίψει
να μην πονάω τόσο πολύ

Να μην κρυώνω άλλο
ο Ήλιος να με ζεστάνει
τον τρόμο ν'αποβάλλω
η μέρα πάλι θα με γιάνει..

(γραμμένο σε μία πολύ "παγερή"
νύχτα προ ~2 ετών)

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2007

Δέσμιος Γιγάντων

Στην σκιά γιγάντων κρύφθηκα
πριν πάρα πολλά χρόνια
μα τους αποκαλύφθηκα
σαν μύγα μες τα χιόνια

Μου φέρθηκαν πολύ σκληρά
μαρτύρησα μαζί τους
πλάσματα ήταν μοχθηρά
δαιμόνια η ψυχή τους

Ένα μυστικό εφύλαγαν
σαν τα ίδια τους τα μάτια
γι'αυτό ποτέ δεν μίλαγαν
όταν ήμουν στα δωμάτια

Κρυφάκουσα όμως κι έμαθα
τι έκρυβαν στα υπόγεια
και μέσα μου κάτι έπαθα
απ'τα δικά τους λόγια

Κατάφερα και τρύπωσα
ενώ αυτοί ροχάλιζαν
αισθάνθηκα πως γλύτωσα
τα μάτια μου εγυάλιζαν

Βρήκα την μαγική πηγή
για την οποία μιλούσαν
γέμισα ένα μεγάλο φλασκί
τα χείλη μου γελούσαν

Ήπια απ'το μαγικό νερό
με όλο μου το είναι
γίγαντας να γενώ κι εγώ
νάνος πια να μην είμαι

Σύντομα πολύ εψήλωσα
σχεδόν ως το ταβάνι
τα ρούχα μου εξήλωσα
κανένα πια δεν μου κάνει

Μισόγυμνος πλησίασα
κοντά στους κοιμισμένους
ένα τσεκούρι έπιασα
για τους καταραμένους

Τα κεφάλια τους έκοψα
όλων ένα προς ένα
όλους τους κατέσφαξα
και γέμισα με αίμα

Την πιο γλυκιά εκδίκηση ήπια
και πίσω δεν κοιτώ
το κάστρο ήταν δικό μου πια
αφέντης του εγώ

Μα τι είναι αυτό π'αντικρύζουν
τα γιγάντιά μου μάτια;
δύο νάνοι προσεγγίζουν
στα δικά μου μονοπάτια

Ας τους πιάσω και τους δυο
για να με υπηρετούν
αφεντικό τους να γενώ
και να με προσκυνούν..

(για όλους τους νάνους που θέλουν γίνουν γίγαντες..)

Η Κοκκινομάλλα


Κόκκινα σαν αγριοφωτιά
ήτανε τα μαλλιά της
σαν ροδοπέταλα ερυθρά
παντοτινά δικά της

Σαν φράουλες οι μπούκλες της
λαχταριστές εμοιάζαν
το δέρμα της σαν ζάχαρη
γλυκά πως συνδυάζαν

Σπίθες στον ήλιο πέταγαν
πυρκαγιές ξαναφουντώναν
μικροί μεγάλοι έμεναν
με ορθάνοικτο το στόμα

Ανάλαφρη κι ανέμελη
στην παραλία γυρνούσε
σα νύμφη από την Πρέβελη
κι ο κόσμος την κοιτούσε

Γνώση

Αχ,στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα
τι κρίμα που έσβησε κείνο το παραμύθι μας
και για αλλού εβάλαμε τότε κι οι δυο ρώτα
αλήθεια τι να έφταιξε,τι χάθηκε στα στήθη μας;

Αλήθεια υπέροχα περάσαμε,έστω για τόσο λίγο
βαθιά πολύ αγγιχτήκαμε μέσα στην καρδούλα
κι ας μην εφτιάξαμε ποτέ τον δικό μας πύργο
ούτε καν ήπιαμε ποτέ από την ίδια πηγούλα

Μα κι αν η γνώση εχάθηκε,κι αν έγινε συντρίμμια
η αίσθηση παρέμεινε για πάντα χαραγμένη
αυτή ποτέ δεν πρόκειται να την επάρει το κύμα
θα μείνει κάπου μέσα μας ,για πάντα φυλαγμένη...

(σε κάποια)

Κανέλα


Γλυκόπικρη η γεύση της
σαν του έρωτα το χάδι
μεθάω με την ζέστη της
τόσο πολύ με ανάβει

Στην μακρυνή ανατολή
πάντα με ταξιδεύει
σαν απαλή θηλή
την μύτη μου χαϊδεύει

Το άρωμά της έντονο
ξυπνάει τις αισθήσεις
φλογισμένο σέντονο
που δεν θες να το σβήσεις

Φωτιά να πάρεις θες κι εσύ
μαζί με το σεντόνι
όλος ο κόσμος να καεί
σαν κανελί χαρτόνι

(στις Dentine Fire)

Η θάλασσα μέσα μου

Αχ θάλασσά μου όμορφη,γλυκειά και ήρεμη
μην πάψεις να με καλείς,και να μου δίνεις δύναμη
Σε αγναντεύω από μακρυά,μα θέλω να σε νοιώσω
να μπω μέσα σου ξανά,και όλα να στα δώσω

Τόσο πολύ μου έλειψες,που σπάραξε η καρδιά μου
και κάθε βράδυ πια σε γεύομαι,μόνο μες τ'όνειρά μου
Θαλασσινή μου αύρα υπέροχη,που μπαίνεις στην πνοή μου
στείλε Της την ανάσα μου,που βγαίνει απ'το κορμί μου

Είναι πολύς ο χρόνος που μείναμε οι δυο μας χώρια
μα μήτε βροντή μήτε αστραπή μας φέρνει στενοχώρια
Ο Ουρανός σου θέλω να γενώ για να σ'αγγίξω λίγο
εκεί,στα όρια του ορίζοντα,δεν πρόκειται να φύγω

Τίποτα πια μην φοβηθείς,για θα'μαι εγώ κοντά σου
δεν θα'σαι μόνη σου ξανά,θα μπαίνω στ'ονερά σου
Και κάποια στιγμή μαζί παρέα θα ζήσουμε
χώρια ποτέ ξανά,ποτέ δεν θα λυγίσουμε

(στην θάλασσα βέβαια)

Πολύχρωμα Όνειρα


Δεν θέλω πια να σκέφτομαι
τις νύχτες που κοιμάμαι
μόνο να σε ονειρεύομαι
ξανά να σε θυμάμαι


Χρώμα γεμίζουν τα όνειρα
σαν μέσα εσύ μπαίνεις
δεν είναι πια ασπρόμαυρα
πολύχρωμα τα υφαίνεις


Μυρίζουν άνθη ανοιξιάτικα
γεύσεις ολόδροσες χαρίζουν
τι ηδονή νοιώθω νυχτιάτικα
καθώς τα χείλη μας σφραγίζουν


Είναι τέτοια η αίσθηση
ξανά ας μην ξυπνήσω
κι αν είναι μια ψευδαίσθηση
προτιμώ αυτή να ζήσω

EΔΕΜ

Ήτανε Σαββατόβραδο
όταν σε πρωτοείδα
ένα ωραίο απόβραδο
πάνω σε μια κερκίδα

Εδέμ με λένε μου'χες πει
έτσι με λεν οι φίλοι
σαν παραδείσιο πουλί
μοιάζαν τα δυο σου χείλη

Τα μάτια σου τα καστανά
δεν χόρταινα να βλέπω
και μέσα τους χανόμουνα
θα πέσω το προβλέπω

Θαμπώνομαι,ζαλίζομαι
όταν κοντά ζυγώνεις
μες τ'άρωμά σου λούζομαι
τις αισθήσεις μου οργώνεις

Είσαι μια Μούσα αληθινή
που αφάνταστα μ'εμπνέει
απ'τον πάτο ως την κορφή
και την καρδιά μου καίει...

Ξημέρωμα Δεκαπενταύγουστου


Ο ήλιος πέφτει ορμητικά σαν γάλα
στο κατάμαυρο της νύχτας τσάι
την σελήνη και τα αστέρια πνίγει
κι ο αγέρας αδιάκοπα φυσάει

Οι φωτιές στο βάθος μαίνονται
απτόητες για μέρες
σύννεφα πάλι δεν φαίνονται
μόνο οι καμένες ξέρες

Θα κάνει ζέστη σήμερα
φαίνεται αυτό από τώρα
δεκαπενταύγουστο ανήμερα
κι έχει καεί όλη η χώρα

Τέφρα και στάχτη γέμισε
ολόκληρη η Ελλάδα
όνειρα πολλά γκρέμισε
τα'ριξε στον Καιάδα

Είναι η οργή μου ανείπωτη
η θλίψη μου μεγάλη
η σκέψη μου η καχύποπτη
μου κυριεύει το κεφάλι..

(στα όνειρα που έγιναν τέφρα..)

Ας ξεκινήσω με λίγη ποίηση..


Ο Χορός των 7 Πέπλων

Αργά,πολύ αργά ξεκίνησαν οι ήχοι
η Σαλώμη στον ρυθμό
να κουν'άρχισε τα δυο της στήθη
σε έναν ξέφρενο χορό

Ο Ηρώδης απολάμβανε
με γουρλωμένα μάτια
τα σάλια του ετρέχανε
σαν γυάλινα κομμάτια

Γύρω όλοι θαμπώθηκαν
τους τύλιξε παραζάλη
σιγά σιγά γυμνώθηκαν
της καλλονής τα κάλλη

Καθώς τα πέπλα έπεφταν
περισσότερο εφουντώναν
τα χείλη τους πια έγλυφαν
και τ'αχαμνά εχουφτώναν

Η Σαλώμη πια ολόγυμνη
πλησίασε τον Ηρώδη
με μια χάρη απαράμιλλη
του πάτησε το πόδι

"Θέλω το κεφάλι του Ιωάννη
σε ένα ασημένιο πιάτο
θέλω ο αλήτης να πεθάνει
που όχι θα πει σε αυτόν τον πάτο"

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...